- ἀποδασμός
- ἀποδασμόςdivisionmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποδασμός — ἀποδασμός, ο (Α) [αποδατούμαι] 1. τεμαχισμός ενός όλου, διαίρεση, μερισμός 2. μέρος ενός συνόλου … Dictionary of Greek
ἀποδασμῷ — ἀποδασμός division masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδασμόν — ἀποδασμός division masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)